-
1 iskele
αποβάθρα, μόλος, σκάλα -
2 rıhtım
αποβάθρα, μόλος, προβλήτα, προκυμαία -
3 quai
αποβάθρα -
4 loděnice
αποβάθρα -
5 nábřeží
αποβάθρα -
6 quay
αποβάθρα -
7 dok
αποβάθρα -
8 nabrzeże
αποβάθρα -
9 nadbrzeże
αποβάθρα -
10 платформа
1. (ровная возвышенная площадка) η βάση, η εξέδρα, η πλατφόρμα (ξεν.)· весовая - της ζυγογέφυρας(кфс.) о χώρος κινηματογράφησης2. (площадка вдоль железнодорожного полотна на станции) η αποβάθρα 3 (небольшая железнодорожная станция, полустанок) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός 4. (товарный вагон с невысокими бортами, без крыши) το ανοικτό βαγόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платформа
-
11 перрон
-
12 подножка
подножка ж 1) (вагона и т. п.) η αποβάθρα, το σκαλοπάτι 2) (удар новой) η τρικλοποδιά* * *ж1) (вагона и т. п.) η αποβάθρα, το σκαλοπάτι2) ( удар ногой) η τρικλοποδιά -
13 пристань
пристань ж το λιμάνι, ο λιμένας· η αποβάθρα (причал)* * *жτο λιμάνι, ο λιμένας; η αποβάθρα ( причал) -
14 причал
-
15 dock
I 1. [dok] noun1) (a deepened part of a harbour etc where ships go for loading, unloading, repair etc: The ship was in dock for three weeks.) αποβάθρα,μώλος,δεξαμενή2) (the area surrounding this: He works down at the docks.) αποβάθρα3) (the box in a law court where the accused person sits or stands.) εδώλιο2. verb(to (cause to) enter a dock and tie up alongside a quay: The liner docked in Southampton this morning.) δένω- docker- dockyard II [dok] verb(to cut short or remove part from: The dog's tail had been docked; His wages were docked to pay for the broken window.) περικόπτω -
16 дебаркадер
1. (плавучая пристань) η πλωτή αποβάθρα 2. (платформа) ж.-д. η εξέδρα της αποβίβασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебаркадер
-
17 перрон
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перрон
-
18 пирс
(мор) о λιμενοβραχίονας, ο προβλήτας, η αποβάθραшвартоваться у - а δένω στον/στην προβλήτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пирс
-
19 пристань
η αποβάθρα, ο προβλήταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пристань
-
20 причал
1. (часть пристани, снабжённая причальными приспособлениями) η αποβάθρα, о προβλήτας, ο μώλος, το κρηπίδωμα, η προκυμαία 2. (привязывание, укрепление судна) το πλεύρισμα 3. (канат, которым причаливаются суда) о κάβος, το παλαμάρι, ο καλώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причал
См. также в других словарях:
ἀποβάθρα — ἀποβάθρᾱ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποβάθρᾱ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόβαθρα — sacrifices on disembarkation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβάθρᾳ — ἀποβάθραι , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc pl (ionic) ἀποβάθρᾱͅ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβάθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
απόβαθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
αποβάθρα — η μέρος κατάλληλα διασκευασμένο για την επιβίβαση και αποβίβαση ανθρώπων σε πλοία ή σιδηροδρόμους, ή τη φόρτωση πραγμάτων: Στην αποβάθρα τούς περίμεναν οι γονείς τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποβάθρας — ἀποβάθρᾱς , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem acc pl (ionic) ἀποβάθρᾱς , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβάθραι — ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc pl (ionic) ἀποβάθρᾱͅ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβάθραν — ἀποβάθρᾱν , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek